- απανθρακώνω
- calciner
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
απανθρακώνω — απανθρακώνω, απανθράκωσα βλ. πίν. 3 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
απανθρακώνω — (Α ἀπανθρακῶ, όω) καίω κάτι ώσπου να γίνει κάρβουνο … Dictionary of Greek
απανθρακώνω — ωσα, ώθηκα, ωμένος, καίω κάτι ώσπου να γίνει κάρβουνο: Από την πυρκαγιά είχαν απανθρακωθεί όλα τα έπιπλα του σπιτιού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ανθρακοποιώ — ( έω) μεταβάλλω με καύση ξύλα ή άλλη ύλη σε άνθρακα, απανθρακώνω … Dictionary of Greek
ανθρακώνω — (Α ἀνθρακοῡμαι, όομαι) νεοελλ. 1. απανθρακώνω, αποτεφρώνω, μεταβάλλω σε κάρβουνο 2. εμπλουτίζω με άνθρακα αρχ. παθ. 1. γίνομαι κάρβουνο ή στάχτη 2. Ιατρ. πάσχω από άνθρακα … Dictionary of Greek
εξανθρακώνω — (Α ἐξανθρακῶ, όω) καίγοντας κάτι το μεταβάλλω σε άνθρακα, σε κάρβουνο, απανθρακώνω νεοελλ. χημ. αφαιρώ τον άνθρακα που περιέχεται σε μια ουσία … Dictionary of Greek
καίω — και καίγω και κάβω και κάβγω (AM καίω, Α και αττ. τ. κάω) 1. βάζω φωτιά σε κάτι, καταστρέφω κάτι με φωτιά, αποτεφρώνω, απανθρακώνω («καίω ξύλα») 2. εκπέμπω μεγάλη θερμοκρασία («σήμερα καίει πολύ ο ήλιος») 3. πυρπολώ («οι μπουρλοτιέρηδες έκαψαν… … Dictionary of Greek
καρβουνιάζω — [κάρβουνο] 1. μεταβάλλω κάτι σε κάρβουνο, απανθρακώνω 2. παρασκευάζω κάρβουνα 3. (αμτβ.) γίνομαι κάρβουνο … Dictionary of Greek
κατανθρακώ — κατανθρακῶ, όω (Α) μεταβάλλω εντελώς σε άνθρακα με την καύση, απανθρακώνω, «κάνω κάρβουνο» (α. «στέγην πυρώσω καὶ κατανθρακώσομαι», Αισχύλ. β. «δέμας φλογιστὸν ἤδη καὶ κατηνθρακωμένον», Σοφ.) … Dictionary of Greek
περιφλύω — Α 1. (για κεραυνό) απανθρακώνω 2. (για την ράβδο τού Ααρών) κάνω να βλαστήσει. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για παρεφθαρμένο τ. τού περιφλεύω*] … Dictionary of Greek
πυρπολώ — πυρπολῶ, έω, ΝΜΑ βάζω φωτιά σε κάποιον ή σε κάτι και τον καταστρέφω εντελώς, απανθρακώνω (α. «ο ψυχασθενής πυρπόλησε με πετρέλαιο τη γυναίκα του» β. «τὶς ἡμῶν πυρπολεῑ τὴν οἰκείαν;», Αριστοφ.) αρχ. 1. ανάβω φωτιά και τη διατηρώ 2. επιτίθεμαι… … Dictionary of Greek